λέκιθος

λέκιθος
λέκιθος
Grammatical information: m.
Meaning: `gruel or pulse of cereals' (Hp., Gal., com.), f. `yolk' (Hp., Arist.)
Derivatives: λεκίθιον n. (PHolm. 19, 41), λεκιθ-ώδης `colour of yolk' (Hp., Thphr.), -ίτης ἄρτος `bread from leguminous plants' (Ath.; Redard 90).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Because of the suffixes (Schwyzer 510, Chantraine Form. 368) of foreign origin; Ch. recalls the GN Λεκίθη. For connection with λέκος, λεκάνη Grošelj Živa Ant. 2, 212 a. 4, 172.
Page in Frisk: 2,103

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λέκιθος — gruel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …   Dictionary of Greek

  • λεκίθοις — λέκιθος gruel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθου — λέκιθος gruel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθους — λέκιθος gruel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθων — λέκιθος gruel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθῳ — λέκιθος gruel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέκιθοι — λέκιθος gruel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέκιθον — λέκιθος gruel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • κεντρολεκιθικός — ή, ό βιολ. φρ. «κεντρολεκιθικό αβγό» αβγό εντόμου στο οποίο η λέκιθος που είναι εσωτερική περιβάλλεται από μία περιφερειακή κυτταροπλασματική ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. centrolecithal < centro (< κέντρο[ν]) + lecithal (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”